- ἀτελειῶν
- ἀτέλειαincompletenessfem gen plἀτέλειαincompletenessfem gen pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀτελείων — ἀτέλειος fem gen pl ἀτέλειος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… … Dictionary of Greek
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek
διόρθωση — η (AM διόρθωσις) [διορθώ] 1. επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση 2. εξάλειψη τών λαθών εντύπου ή γραπτού νεοελλ. 1. βελτίωση, καλυτέρευση, διαρρύθμιση 2. το γραπτό ή έντυπο κείμενο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση τών σφαλμάτων 3. στρατ. τα… … Dictionary of Greek
κερδοσκοπία — Οικονομική ενέργεια που συνίσταται στην αγορά εμπορευμάτων στην τρέχουσα τιμή με σκοπό τη μελλοντική μεταπώληση, με την ελπίδα πως στο μεσοδιάστημα αγοράς πώλησης η τιμή των εμπορευμάτων θα ανεβεί σημαντικά. Διακρίνεται από τη συνήθη εμπορική και … Dictionary of Greek
μακιγιάζ — και μακιγιάρισμα, το 1. τεχνική που έχει ως σκοπό τον εξωραϊσμό τού προσώπου με τη βοήθεια καλλυντικών 2. τεχνική λεπτομερειακού φτιασιδώματος τού προσώπου ενός ηθοποιού με τη χρήση διαφόρων καλλυντικών και άλλων βοηθητικών ουσιών με σκοπό να… … Dictionary of Greek
ορθοδοντικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και ορθοδοντικός 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθοδοντική 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορθοδοντικός ειδικός οδοντίατρος ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη τών ατελειών και με τη διόρθωση τής σύνταξης και… … Dictionary of Greek
ρετουσάρισμα — το, Ν 1. επεξεργασία φωτογραφικής πλάκας ή φωτογραφικού φιλμ για απάλειψη ατελειών 2. επεξεργασία εικόνας, καλλιτεχνικού, λογοτεχνικού ή οποιουδήποτε άλλου έργου για καλύτερη εμφάνισή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρετουσάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ρετουσάρω — Ν 1. επεξεργάζομαι φωτογραφική πλάκα ή φωτογραφικό φιλμ για απάλειψη ατελειών ή τονισμό άλλων χαρακτηριστικών 2. επεξεργάζομαι εκ νέου καλλιτεχνικό, λογοτεχνικό ή άλλο έργο για να τού δώσω καλύτερη εμφάνιση και τελειότερη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
όρειος — εία, ο (Α ὄρειος εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. οὔρειος, εία, ον) (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη, ορεινός, βουνήσιος («ὕλης ὀρείας», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «ορεία κρύσταλλος» (ορυκτ.) διαφανής ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού χαλαζίας, η… … Dictionary of Greek